- κακότυχος
- η , ο несчастный, злополучный, злосчастный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακότυχος — η, ο (Μ κακότυχος, ον) αυτός που έχει κακή τύχη, άτυχος, κακόμοιρος, δύστυχος μσν. 1. αυτός που φέρνει δυστυχία, συμφορά («ὤχου καιρὸς κακότυχος», Σουμμ.) 2. κακός, πονηρός. επίρρ... κακότυχα (Μ κακότυχα) με δυστυχία, άτυχα, άθλια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κακότυχος — η, ο άτυχος, δύστυχος: Κακότυχοι ήταν όσοι γεννήθηκαν στην περίοδο της γερμανικής κατοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμορος — (I) ἄμορος, ον (Α) [μόρος] 1. (με γεν.) στερημένος, αμέτοχος «ἄμορος τέκνων» (Ευρ.) 2. απόλ. κακότυχος, κακομοίρης «κακὸν κακῶς νιν ἄμορον ἐκτρῑψαι βίον» (Σοφ.). (II) η, ον 1. άφαντος «έγινεν άμορος» 2. το ουδ. ως ουσ. άμορο, το το ποντίκι.… … Dictionary of Greek
άναυς — ἄναυς, ο (Α) [ναυς] (για καράβι) άτυχος, κακότυχος … Dictionary of Greek
άραχθος — Ποταμός (110 χλμ.) της Ηπείρου. Έχει λεκάνη με έκταση 1.890 τ. χλμ. Πηγάζει από τη θέση Οξιά του Δεσπότη και εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο. Λέγεται και ποτάμι της Άρτας. Σε τμήμα κοντά στις πηγές του ονομάζεται Μετσοβίτικος. Ο Μετσοβίτικος… … Dictionary of Greek
άτυχος — η, ο (Α ἄτυχος, ον) 1. αυτός που δεν έχει τύχη, κακότυχος 2. ο ταπεινής καταγωγής 3. εκείνος που δεν φέρνει καλή τύχη, καταραμένος 4. κακός, πονηρός 5. δύστροπος νεοελλ. ανέντιμος μσν. 1. ελεεινός, τιποτένιος 2. ανόητος 3. εξαντλημένος, αδύνατος … Dictionary of Greek
ατυχής — ές (AM ἀτυχής, ές) δυστυχής, κακότυχος νεοελλ. (για ενέργειες ή καταστάσεις) ανεπιτυχής, άστοχος μσν. 1. αυτός που φέρνει κακή τύχη και οδηγεί σε αποτυχία 2. κακός, μοχθηρός αρχ. αμέτοχος, άμοιρος («σοφίας οὐκ ἀτυχῆ» που έχουν κάποια σοφία).… … Dictionary of Greek
αχαΐρευτος — η, ο [χαΐρι] 1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος 2. ο άτυχος, ο κακότυχος 3. δύστροπος, κακός 4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος 5. το ουδ. ως ουσ. (ευφημ.) το αχαΐρευτο το γεννητικό όργανο … Dictionary of Greek
βαριόμοιρος — και βαρόμοιρος, η, ο αυτός που έχει βαριά μοίρα, κακότυχος … Dictionary of Greek
βαρυδαίμων — βαρυδαίμων, ον (Α) αυτός που έχει βαριά μοίρα, βαριόμοιρος, κακότυχος … Dictionary of Greek
δόλιος — (I) α, ο (Μ δόλιος, α, ον) 1. ταλαίπωρος, δύστυχος, κακότυχος 2. (για χρονιά) καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. δόλιος (ΙΙ)* ή < δείλαιος η διαφορά τού δόλιος (Ι) από το δόλιος (ΙΙ) όχι μόνο σημασιολογική αλλά και φωνολογική (το ι τού δόλιος (Ι) … Dictionary of Greek